- γρίπη
- grippe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γρίπη — η (λ. γαλλ.), επιδημική μεταδοτική αρρώστια του αναπνευστικού συστήματος: Kάθε χειμώνα πολλά άτομα προσβάλλονται από γρίπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρίπη — η λοιμώδης εμπύρετη επιδημική αρρώστια που χαρακτηρίζεται κυρίως από ρινοβρογχικό κατάρρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. grippe < (ρ.) gripper «αρπάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντώνιο Ε. Παπαδάκη] … Dictionary of Greek
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά … Dictionary of Greek
γαστρεντερίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια… … Dictionary of Greek
γριπικός — ή, ό ο σχετικός με τη γρίπη … Dictionary of Greek
γριπώδης — ες αυτός που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα τής γρίπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρίπη. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντώνιο Ε. Παπαδάκη] … Dictionary of Greek
εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… … Dictionary of Greek
ινφλουέντζα — και ινφλουλέντσα ή ιμφλουέντζα, ή η γρίπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. influenza «επίδραση, μετάδοση»] … Dictionary of Greek
κρεβατώνω — [κρεβάτι] αναγκάζω κάποιον να μείνει κλινήρης, να πέσει στο κρεβάτι ασθενής («μέ κρεβάτωσε η γρίπη μια βδομάδα») … Dictionary of Greek